- αρλούμπα
- η1) глупость, чушь; 2) глупый поступок, глупость;
§ παίζω αρλούμπα — играть плохо, как попало (в азартные игры)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ παίζω αρλούμπα — играть плохо, как попало (в азартные игры)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρλούμπα — αρλούμπα, η (πιθ. λ. ιταλ.), λόγος χωρίς περιεχόμενο, ανοησία, απερίσκεπτη πράξη: Τι αρλούμπες είναι αυτές που μας αραδιάζεις; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρλούμπα — η 1. φλυαρία, ανόητος λόγος 2. η εντελώς απερίσκεπτη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Υποστηρίζεται ότι προέρχεται με αναγραμματισμό από το *αμπούρλα < ιταλ. burla «αστείο, φάρσα», με ανάπτυξη του προθεματικού στοιχείου α . Κατ άλλους ο τ … Dictionary of Greek
αλαμπουρνέζικα — τα ακατανόητα, αλλόκοτα, ακατάληπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης προέλευσης. Κατά τον Φαιδ. Κουκουλέ, η λ. προέρχεται από τη φράση αλά Μπουρνέζικα, «στα Μπουρνέζικα, δηλ. στη γλώσσα τής Σουδανικής φυλής Μπουρνού» απ’ όπου και η σημασία «αλλόκοτα,… … Dictionary of Greek